Ώρα αποφάσεων για το μέλλον της ευρωζώνης
Η ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας στη Γερμανία επιτρέπει την επανεκκίνηση των εργασιών στο «εργοτάξιο» της ευρωζώνης μετά από τρεις περίπου μήνες διαχείρισης δευτερευόντων θεμάτων, στην ουσία απραξίας. Τα εκκρεμή ζητήματα, ευρωπαϊκά αλλά και επιμέρους χωρών, επανέρχονται πλέον στο «τραπέζι» με κορυφαίο το ελληνικό, αφού τους επόμενους έξι μήνες θα κριθούν πολλά για το μέλλον της χώρας μας.
Στο Βερολίνο ξεκίνησαν οι συζητήσεις μεταξύ των πιθανών εταίρων στην επόμενη κυβέρνηση συνασπισμού, η οποία ναι μεν θα έχει στο «τιμόνι» την Ανγκελα Μέρκελ, αλλά οι συνεταίροι θα είναι διαφορετικοί.
Ίσως είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που καταγράφεται μια οικουμενική ικανοποίηση για το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών. Μπορεί να μην το λένε δημόσια γιατί είναι υποχρεωμένοι να κρατήσουν τα προσχήματα, αλλά όλοι είναι ικανοποιημένοι.
Η Κομισιόν γιατί θεωρεί ότι η αλλαγή των εταίρων στη γερμανική κυβέρνηση θα επιτρέψει την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων δύσκολων θεμάτων που βρίσκονται σήμερα στο «τραπέζι», όπως η ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση, η οποία θεωρείται από πολλούς σημαντική παράμετρος προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Οι χώρες του Νότου της ευρωζώνης, που είναι εξουθενωμένες οικονομικά και κοινωνικά από τη λιτότητα, είναι ικανοποιημένες γιατί ελπίζουν ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση θα τους επιτρέψει να πάρουν τις απαραίτητες ανάσες, ώστε παράλληλα με τη δημοσιονομική πειθαρχία να ρίξουν βάρος και στην ανάπτυξη.
Είναι αλήθεια ότι το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών δημιουργεί θετικές προσδοκίες. Η καγκελάριος Μέρκελ, σε προσωπικό επίπεδο αλλά και σε κομματικό, πέτυχε έναν εκλογικό θρίαμβο, αφού είναι η πρώτη φορά από το 1957 που το κόμμα της έφτασε στα όρια της απόλυτης αυτοδυναμίας. Ωστόσο, δεν την πέτυχε και το σημαντικότερο δεν θα έχει στην επόμενη Βουλή τους εταίρους στην απερχόμενη κυβέρνηση, τους Φιλελεύθερους, οι οποίοι δεν έπιασαν το απαραίτητο 5%. Αυτό σημαίνει ότι η κ. Μέρκελ δεν έχει άλλη επιλογή για να κάνει κυβέρνηση από τους Σοσιαλδημοκράτες.
Η παρουσία των Σοσιαλδημοκρατών στην επόμενη κυβέρνηση είναι αυτή που δημιουργεί και τις προσδοκίες στις Βρυξέλλες και τις πρωτεύουσες της ευρωζώνης, κυρίως του Νότου, που έχουν σήμερα και το μεγάλο πρόβλημα.
Προεκλογικά ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάινμπρουκ τάχθηκε υπέρ της άμεσης ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης, αλλά και της λήψης μέτρων σε κοινοτικό επίπεδο για την ενίσχυση της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία ναι μεν άρχισε να βγαίνει από την ύφεση αλλά η έξοδος είναι δειλή και θέλει στήριξη.
Θεωρείται βέβαιο ότι, σε ό,τι αφορά την τραπεζική ενοποίηση και εφόσον τελικά σχηματίσουν κυβέρνηση με την κ. Μέρκελ, οι Σοσιαλδημοκράτες θα επιταχύνουν τη λήψη των αποφάσεων. Στο θέμα της ανάπτυξης σε κοινοτικό επίπεδο δεν θα πρέπει να αναμένονται άμεσα σημαντικές αποφάσεις γιατί χρειάζονται χρήματα, εκτός κι αν βάλει «πλάτη» η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω εγγυημένων δανείων προς τις ΜΜΕ, ωστόσο αυτό δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή ως το επικρατέστερο σενάριο.
Στο ζητούμενο, δηλαδή το μείζον θέμα, που είναι η λιτότητα στον Νότο, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε δείγματα γραφής. Δημοσιεύματα από τη Γερμανία μετά τις εκλογές υποστηρίζουν ότι ένα από τα βασικά θέματα που θα συζητήσουν οι πιθανοί κυβερνητικοί εταίροι και που το βάζουν στο «τραπέζι» οι Σοσιαλδημοκράτες θα είναι η λιτότητα στον Νότο. Σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό «Spiegel», ο Σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος της Ευρωβουλής Μάρτιν Σουλτς κάλεσε την καγκελάριο Μέρκελ να λάβει σοβαρά υπόψη τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες στην Ευρώπη, ζητώντας την ανάληψη πρωτοβουλιών.
Όλα αυτά είναι θετικά, ωστόσο δεν θα είναι καθόλου εύκολο να κάνει η Άνγκελα Μέρκελ άμεσα μια θεαματική στροφή, τερματίζοντας τη λιτότητα. Οι όποιες αλλαγές θα γίνουν σταδιακά, αρχικά δίνοντας κι άλλο χρόνο στους Ισπανούς και τους Πορτογάλους για τη μείωση των ελλειμμάτων.
Μέχρι τον Απρίλιο οι οριστικές αποφάσεις για το χρέος
Αναμφισβήτητα το δείγμα γραφής της νέας γερμανικής κυβέρνησης θα
φανεί στην περίπτωση της Ελλάδας γιατί αφενός μεν η περίπτωση της χώρας
μας είναι η δυσκολότερη και αφετέρου η πλέον επείγουσα, δεν υπάρχει
δηλαδή χρόνος, όλα θα κριθούν είτε προς τη μία είτε προς την άλλη
κατεύθυνση στο διάστημα από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Απρίλιο. Μέσα στην
παραπάνω περίοδο θα ληφθούν οι αποφάσεις αλλά οι παρασκηνιακές
συζητήσεις θα ξεκινήσουν άμεσα, εάν δεν έχουν ήδη ξεκινήσει.Φραστικά, ο κ. Στάινμπρουκ μας έχει στηρίξει πολλές φορές στη διάρκεια της κρίσης, όχι γιατί ο ίδιος τάσσεται κατά της δημοσιονομικής πειθαρχίας – το αντίθετο, αυτός την ξεκίνησε στην ίδια τη χώρα του, όταν ήταν υπουργός Οικονομικών της Μέρκελ την περίοδο 2005-2009. Άλλωστε, δεν υπάρχει Γερμανός πολιτικός, εκτός των κομμουνιστών, που να μην πρεσβεύει τη δημοσιονομική ορθοδοξία. Αυτό που στηλίτευσε ο κ. Στάινμπρουκ ήταν η βίαια μονόπλευρη λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, χωρίς την παράλληλη προώθηση αναπτυξιακών μέτρων, με αποτέλεσμα να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε.
Θα πρέπει, όμως, να δούμε και στην πράξη αυτή τη φραστική στήριξη, όταν θα έρθει στο «τραπέζι» το θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Χωρίς έμμεσο «κούρεμα» του χρέους, μέσω μηδενισμού των επιτοκίων των δανείων που μας έδωσαν και μεγάλης επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής, η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει από το σημερινό αδιέξοδο. Ένα έμμεσο «κούρεμα» του χρέους αφενός μεν θα το καταστήσει βιώσιμο και αφετέρου θα στείλει το μήνυμα στις αγορές ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το ευρώ. Η εξέλιξη αυτή θα ανοίξει το δρόμο για την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες μαζί με τα 7,5 δισ. ευρώ που θα εισρεύσουν το 2014 από το ΕΣΠΑ και το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (περίοδος 2014-2020), θα βγάλουν οριστικά τη χώρα από του τούνελ της ύφεσης.
Νίκος Μπέλλος, στον «Τύπο της Κυριακής»
πηγη: http://www.antinews.gr