<< Ω ξειν,
αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι
>>
<< Ω, ξένε διαβάτη που
περνάς, ανάγγειλε στους Λακεδαιμόνιους ότι ταφήκαμε εδώ, υπακούοντας στα
προστάγματά τους >>.
Σεβασμιότατε, κ.Αρχηγέ του
ΓΕΣ, κ.Αντιπεριφερειάρχη, κ Δήμαρχε του Αμυνταίου, κ Πρόεδρε του Δημοτικού Συμβουλίου,
κ. αντιδημαρχοι, κ. Πρόεδρε του Ροδώνα που φιλοξενείτε το ηρώο πεσόντων στο
υπέροχο χωριό σας επιτελώντας ιερό πατριωτικό καθήκον, μέλη του Δημοτικού και Περιφερειακού
Συμβουλίου, ανώτατες πολιτικές και
στρατιωτικές αρχές,
Κυρίες και Κύριοι
Πατούμε σε χώμα ιερό,
το οποίο πριν 104 χρόνια πότισαν με το αίμα τους στην τρομερότερη και
φονικότερη σελίδα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου
ήρωες θυσιασθέντες για την ελευθερία μας και για την δόξα της Ελλάδας
μας. Βρισκόμαστε ενώπιον ιερού θυσιαστηρίου και κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ
ενώπιον του, διότι εδώ ως θυμίαμα θυσιάστηκαν Έλληνες ήρωες στρατιώτες << εις όσμήν ευωδίας πνευματικής και
εθνικής>>! Συγκίνηση, δέος, σεβασμός μας καταλαμβάνει, όταν
αναλογιζόμαστε ότι στον τόπο αυτόν του μαρτυρίου νέα παιδιά προσέφεραν την ζωή
τους στο θυσιαστήριο του Έθνους, αφήνοντας πίσω τους μανάδες, συζύγους παιδιά
και οικογένειες.
Βρισκόμαστε μπροστά σε
τύμβο αντάξιο των Μαραθονομάχων της αρχαίας Ελλάδας. Πάνω από όλα βρισκόμαστε μπροστά σε ηρώο
ύψιστης εθνικής αξίας για το γένος των Ελλήνων. Ακόμη και ο αέρας ψιθυρίζει εδώ
σε ένα είδος ιερής μυσταγωγίας, τα πάθη, τις κακουχίες αλλά και τα
ανδραγαθήματα όσων παρέδωσαν την ίδια την ζωή τους για την ελευθερία των
υπόδουλων αδελφών τους Ελλήνων που την περίμεναν για 500 χρόνια, στενάζοντας
κάτω από το πέλμα του Οθωμανού δυνάστη και των διαφόρων μπέηδων, οι οποίοι
λυμαίνονταν την περιοχή και τους ανθρώπους της, διαπράττοντας αμέτρητες φρικαλεότητες
εις βάρος τους.
Τιμούμε σήμερα, ξανά, την
τελική νίκη του ελληνικού στρατού με την δεύτερη απελευθέρωση του Αμυνταίου και
των γύρω χωριών από τους Οθωμανούς κατακτητές , στις 6 Νοεμβρίου 1912, τιμούμε
όμως και τη νικηφόρα μάχη του Σόροβιτς της 23ης Οκτώ., όπως και τους
θυσιασθέντες στρατιώτες και αμάχους κατοίκους, την αποφράδα ημέρα της 24ης Οκτ της
ίδιας χρονιάς που αποτελεί την αιματηρότερη σελίδα του Α΄ Βαλκανικού και
διδάσκεται ακόμη στην σχολή πολέμου ως δείγμα του τι μπορεί να προκαλέσει ο
πανικός, αλλά βεβαίως και την πρώτη απελευθέρωση της περιοχής από τον τουρκικό
ζυγό την 18η Οκτ.1912.
Είναι τιμή και ιστορικό
προνόμιο για την ακριτική αυτή γωνιά της Ελλάδας να έχει απελευθερωθεί δύο φορές κατ’ εξαίρεση σε σύντομο χρονικό
διάστημα και να έχει υπάρξει θέατρο σκληρών μαχών και συγκρούσεων.
Ας δούμε λοιπόν τι
συνέβη πριν 104 χρόνια και πως το Αμύνταιο, το Ξινό Νερό και τα γύρω χωριά
αντίκρισαν μετά από χρόνια σκλαβιάς και υποτέλειας το φως της ελευθερίας. Όταν μετά
την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και τις διαφωνίες του διαδόχου Κωνσταντίνου
και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου , η ελληνική στρατιά κατευθύνθηκε
προς Θεσσαλονίκη ανατέθηκε από τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο στην 5η μεραρχία να
καλύπτει το αριστερό πλευρό της και να αναλάβει την ευθύνη, εκτιμώντας την
κατάσταση να προχωρήσει στην απελευθέρωση του ελληνικού Μοναστηρίου που κατοικούνταν
σε πολύ μεγάλο ποσοστό τότε από Έλληνες.
Ήταν ημέρα Πέμπτη 18η Οκτ. του 1912, όταν για πρώτη φορά γνώρισε το
φως της ελευθερίας η πολύπαθη περιοχή Αμυνταίου, αφού ο ελληνικός στρατός, συνεχίζοντας την προέλαση του, την
απελευθερώνει εκείνη την ημέρα για πρώτη φορά.
Στις 23 Οκτ, διεξάγεται
η ιστορική μάχη του Σόροβιτς, η οποία καταλήγει με νίκη περιφανή για τον
ελληνικό στρατό μετά την ήττα των τουρκικών στρατευμάτων, με παράλληλη προώθηση του 16ο συντάγματος πεζικού, πέρα από
το Αμύνταιο και τις σιδηροδρομικές γραμμές, ως το χωριό Πέτρες.
Την τραγική όμως νύχτα εκείνης
της Τρίτης στις 23ης Οκτωβρίου 1912 η ιστορία επεφύλασσε στον ελληνικό στρατό
και στους κατοίκους της περιοχής μια δραματική εξέλιξη. Το
βράδυ, ένας Τουρκαλβανός, υπολοχαγός από τα Ιωάννινα, ο Εσσάτ, ζήτησε την άδεια
από τον αρχηγό των τουρκικών δυνάμεων Τζαβίτ Πασά να διενεργήσει επιχείρηση
παράτολμη κατά των νώτων της 5ης μεραρχίας, με δύναμη λίγων ανδρών και 4
πολυβόλα. Όπως έγινε αργότερα γνωστό, επρόκειτο για την πολυβολαρχία του 49ου
συντάγματος πεζικού της 17ης μεραρχίας του τουρκικού στρατού. Ο Τζαβίτ Πασάς,
με μεγάλη δυσκολία έδωσε την άδεια του, απειλώντας ωστόσο τον τολμηρό
αξιωματικό, ότι αν έχανε τους άνδρες και τα πολυβόλα, θα διέταζε τον τουφεκισμό
του. Εκείνη τη νύχτα όμως, ο Εσσάτ πέτυχε ό,τι δεν είχαν πετύχει με σκληρό
αγώνα οι μονάδες του Τσαβίτ τις προηγούμενες μέρες.
Η βαλτώδης περιοχή είχε
ομίχλη και το κρύο ήταν απελπιστικό. Χαρακτηριστική είναι η
αφήγηση του στρατιώτη Βασίλειου Βελισσάριου μέσα απο γράμμα του: <<…Κρύο
φοβερόν. Απελπισία. Τι θα γίνη το χάλι μας και εγώ δεν γνωρίζω. Οι στρατιώται
στερούνται άρτου. Από την πείνα εχάλασεν η όψις των. Είναι αξιολύπητοι οι
δυστυχείς. Εγώ, ευτυχώς, επαιτών με τα χρήματα εις το χέρι και παρακαλών
εξοικονομούμαι από άρτον. Εκοιμήθην εις οικίαν χωρικού αναμίξ μετ΄ αγελάδων και
βουβάλων. Εκοιμήθην ωραία και ζεστά…>> Οι στρατιώτες αναπαύονταν, χωρίς
όμως να χάνουν την εγρήγορσή τους και προσπαθούν να ανακτήσουν τις δυνάμεις
τους. Στο αριστερό άκρο όμως προς το χ. Ροδώνα ακούγονταν ασυνήθιστα γαυγίσματα
σκύλων. Οι περίπολοι που έστειλε ο 5ος Λόχος του 2ου
Τάγματος που βρισκόταν εκεί σε προφυλακές διαπίστωσαν πως στο χωριό υπήρχε
τουρκικό τμήμα στρατού.
Ο λόχος ανέφερε την
πληροφορία στο τάγμα του, αλλά ο διοικητής του τάγματος δεν προέβη σε
οποιαδήποτε ενέργεια με την δικαιολογία, ότι οι προφυλακές δεν ήταν δική του
ευθύνη και μάλιστα απάντησε απαράδεκτα ότι: « Εσείς και στον ύπνο σας Τούρκους
ονειρεύεστε…». Αργότερα είπε στο στρατοδικείο κατά την απολογία του, πως δεν έλαβε
κανένα μέτρο, επειδή νόμιζε ότι ο υπόψη λόχος υπαγόταν στις άμεσες διαταγές της
Μεραρχίας και εκτελούσε συγκεκριμένη αποστολή, στην οποία δεν μπορούσε να
επέμβει.
Μια τέτοια όμως παράτολμη
ενέργεια όπως αυτή του Εσάτ δεν θα μπορούσε να επιτύχει, αν
δεν υπήρχαν οι κατάλληλοι οδηγοί. Πράγματι, ένας μπέης των χωριών Ροδώνα –
Φανού, ο περιβόητος Ισίν Χασάν, αναλαμβάνει να συμμετάσχει στην αποστολή και να
βρει τρόπο να καθοδηγήσει το μικρό τουρκικό τμήμα στα νώτα του ελληνικού
στρατού, μέσα από τον βάλτο της περιοχής. Για τον σκοπό αυτό λοιπόν βρήκε έναν
οδηγό, που δούλευε ως εργάτης στα χωράφια του και καταγόταν από το χωριό
Πεδινό.
Ο οδηγός αυτός δεν ήταν
άλλος από τον διαβόητο κομιτατζή της εποχής του Μακεδονικού Αγώνα, τον
επονομαζόμενο από τους Τούρκους «Καρά Κομίτ» ( Μαύρος κομιτατζής). Ο άνθρωπος
αυτός, που δούλεψε με λύσσα υπέρ της βουλγαρικής εξαρχίας τα προηγούμενα
χρόνια, ήταν γνωστός για τις φρικαλεότητες του εις βάρος και Ελλήνων πατριαρχικών
κατοίκων του Ξινού-Νερού, το οποίο τότε ήταν το διοικητικό κέντρο και το
μεγαλύτερο χωριό της περιοχής. Για αυτό και ο Κύπριος γιατρός εθελοντής στους
Βαλκανικούς πολέμους Πηγασίου, που καταγόταν από τον αδελφό δήμο Καραβά της
Κύπρου αναφέρει τα εξής στο ημερολόγιο του: << Προς βορράν δε του Σόροβιτς
εις απόστασιν μιας και ημισείας ώρας ευρίσκεται το Εξήσου. Το Εξήσου φαίνεται,
μεγαλύτερον του Σόροβιτς. Εις αυτό κατοικούσι και πλείστοι Έλληνες, οι οποίοι
κατά τον Μακεδονικόν αγώνα υπέφεραν πάρα πολύ από τους Κομιτατζήδες Βουλγάρους>>.
Δέχτηκε λοιπόν την πρόταση του Ισίν Χασαν και
καθοδήγησαν μαζί τους Τούρκους, περνώντας τους μέσα από στεγνά μονοπάτια του
βάλτου αλλά και όπου χρειαζόταν, χρησιμοποιώντας βάρκες. Τον βάλτο, τον γνώριζε
καλά από τα γεγονότα της περιόδου 1903-1908.
Έτσι η πολυβολαρχία του
Εσσάτ, βρέθηκε ανενόχλητη, Βόρεια της περιοχής ερείπια Νέας Κόμης στις 6: 30 το
πρωί της Τετάρτης 24 Οκτ., κοντά στο ύψωμα 640 τον λόφο της θυσίας και σε μικρή
απόσταση από τις θέσεις του εκεί εγκατεστημένου λόχου μηχανικού της 5ης
μεραρχίας. Αφού έταξε τα πολυβόλα, άνοιξε πύρ στα μετόπισθεν της ελληνικής
μεραρχίας, χωρίς οι σκοποί του λόχου μηχανικού να προλάβουν να καλέσουν σε
συναγερμό, οι διπλοσκοποί του οποίου ούτε «στα όπλα» δεν κατόρθωσαν να φωνάξουν.
Τα αιφνιδιαστικά καταιγιστικά πυρά, οι πολλές απώλειες και οι φωνές των Τούρκων,
σκόρπισαν τον πανικό στον λόχο μηχανικού, του οποίου οι άντρες αναμίχθηκαν με
τους άντρες του 1ου λόχου γεφυροποιών.
Ο πανικός μεταδόθηκε
γρήγορα μεταξύ των ελλήνων στρατιωτών. Οι άνδρες του λόχου
έφυγαν προς όλες τις κατευθύνσεις, μη προβάλλοντας αντίσταση, εγκαταλείποντας
τις θέσεις τους, τον οπλισμό, υλικά ακόμη και στολές, συμπαρασύροντας στην
άτακτη φυγή τους και άλλα σώματα. Το 16ο (Άνχης Καμάρας Αντώνιος) και το 23ο (Άνχης
Ζούκης) Σύνταγμα Πεζικού, βλέποντας τη διάλυση της αριστερής πτέρυγας, άρχισαν
τη σύμπτυξη των δυνάμεών τους μέσω της οδού Σωτήρας-Έλεβες-Τσαλτζιλάρ.
Οι Τούρκοι μέσα στην
σύγχυση που δημιουργήθηκε, κινήθηκαν γρήγορα προς την 5η πυροβολαρχία. Την στιγμή
εκείνη, η πυροβολαρχία προσπαθεί ηρωικά να αντιδράσει, αλλά δεν πρόλαβε να
ρίξει περισσότερα από 10 βλήματα. Οι απώλειες της πυροβολαρχίας, που αποτελεί
φωτεινό παράδειγμα, αφού δεν πανικοβλήθηκε, ήταν πολύ μεγάλες. Μεταξύ των
νεκρών, ήταν ο διοικητής της, λοχαγός Δελαπόρτας Σπυρίδων, ο υπολοχαγός Δούκας
Αθανάσιος και τρεις αρχηγοί στοιχείων.
Τότε ενώ όλες οι
Πυροβολαρχίες διατάχθηκαν να συμπτυχθούν, στην Πυροβολαρχία Κοσκινά δόθηκε ρητή
διαταγή από τον Ταγματάρχη Γουβέλη να μην εγκαταλείψει τη θέση της, χωρίς
γραπτή διαταγή ή προσωπική ειδοποίηση του ιδίου. Η 6η Πυροβολαρχία της Μοίρας Ταμπακόπουλου αντικατέστησε την
Πυροβολαρχία Κλαδά – Χατζηανέστη, που της τελείωσαν τα πυρομαχικά. Συνεπώς, η
Πυροβολαρχία του Λοχαγού Κοσκινά πέρασε από τη Διοίκηση Ταμπακόπουλου στην
Διοίκηση Γουβέλη, καλούμενη να υποστηρίξει το κεντρικό σημείο της στρατιάς.
Ο Θεόδωρος Κοσκινάς και
ενώ ο κίνδυνος είχε γίνει άμεσος και φανερός και οι στρατιώτες που αποχωρούσαν
τους καλούσαν, να υποχωρήσουν, για να μη κυκλωθούν, απάντησε ήρεμα και
περήφανα:«… είναι καύχημά μας – είπε στους αξιωματικούς και στους άνδρες του –
ότι μας δίνουν μια τόσο τιμητική εντολή να μείνουμε εδώ τελευταίοι και να
πεθάνουμε για τους άλλους. Είμαι βέβαιος ότι θα κάμετε το καθήκον σας, ότι θα
μείνετε ακλόνητοι και αποφασιστικοί οτιδήποτε και αν συμβεί…».
Καθώς η υποχώρηση
συνεχιζόταν, ο Ταγματάρχης Γουβέλης ξέχασε να αποστείλει γραπτή διαταγή
υποχώρησης στην 6η Πυροβολαρχία. Ο Λοχαγός Ταμπακόπουλος αρχικά δεν
αναμείχθηκε στις υποθέσεις της Πυροβολαρχίας Κοσκινά, γιατί εκείνη βρισκόταν
πλέον υπό τις διαταγές του Ταγματάρχη Γουβέλη. Όταν όμως πληροφορήθηκε ότι η 6η
Πυροβολαρχία δεν είχε αποσυρθεί, έστειλε αγγελιοφόρο διατάζοντας να αποσυρθούν.
Ο Διοικητής όμως της 6ης Πυροβολαρχίας με απαράμιλλο σθένος, ψυχραιμία
και αποφασιστικότητα απάντησε:«…πολύ καλά. Αφού νομίζουν ότι πρέπει να φύγω, ας
αναλάβουν και την ευθύνη… Ας μου δώσουν έγγραφη διαταγή…», θέλοντας να
επιτελέσει επακριβώς τις διαταγές, όπως του είχαν δοθεί, θεωρώντας υπέρτατο
χρέος τη θυσία για την πατρίδα και βλέποντας ότι παραμένοντας στη θέση του
εξασφαλίζει τη διευκόλυνση των στρατευμάτων που υποχωρούσαν.
Μέχρι να φτάσει η
έγγραφη διαταγή του Λοχαγού Ταμπακόπουλου οι ομοβροντίες των τουρκικών δυνάμεων
έπεφταν πάνω στη εκτεθειμένη πυροβολαρχία με μένος. Η αποφασιστικότητα όμως, η
υπερηφάνεια και το σθένος του Λοχαγού κράτησε τους στρατιώτες του πιστούς στο
καθήκον. Δεν υπολόγισαν τον κίνδυνο του θανάτου και την απελπιστική κατάστασή
τους, δε δείλιασαν αλλά έμεινα αγέρωχοι, επιτελώντας το χρέος τους ως άλλοι 300
του Λεωνίδα στις νέες Θερμοπύλες του έθνους μας.
Παρά την ηρωική τους
όμως αντίσταση τα καταιγιστικά πυρά των Τούρκων κατέβαλαν την Πυροβολαρχία. Από
τους πρώτους νεκρούς έπεσαν ο Λοχαγός
Κοσκινάς και οι δύο Αξιωματικοί του Ανθυπολοχαγοί Καθήκουρας Κωνσταντίνος και
Οικονομόπουλος Νικόλαος και ακολούθησαν οι υπόλοιπο πυροβολητές. Τους σκότωσαν
όλους οι Τούρκοι επάνω στα κανόνια τους. Πίσω από την Πυροβολαρχία, το εφεδρικό
τμήμα υποχώρησε. Αλλά όταν σιώπησαν τα κανόνια της 6ης Πυροβολαρχίας,
τότε έγινε αισθητή η μεγάλη στήριξη που παρείχε αυτή σε άλλα σώματα της
Μεραρχίας, καθώς τα τουρκικά πυρά στράφηκαν προς τα τμήματα που μάχονταν μέσα
στο Σόροβιτς.
Η ειρωνεία της ιστορίας
είναι, ότι οι Τούρκοι πήραν και μετέφεραν τα πυροβόλα αυτά αργότερα, μέσω
Κορυτσάς, στην πολιορκία του Μπιζανίου και ο ελληνικός στρατός τα ξαναπήρε
πίσω, όταν απελευθέρωσε τα Γιάννενα στις 21 Φεβρουαρίου 1913.
Οι Τούρκοι προβαίνουν
σε απίστευτες φρικαλεότητες και πυρπολούν τα χωριά Ξινό-Νερό, το οποίο
κατέστρεψαν ολοσχερώς και Αμύνταιο, το οποίο έκαψαν μερικώς εκτός από το
ταχυδρομείο του, τον Σιδηροδρομικό Σταθμό και τον τουρκομαχαλά. Οι περισσότεροι
κάτοικοι του Ξινού-Νερού και της γύρω περιοχής το είχαν εγκαταλείψει και είχαν
βρεί καταφύγιο πολλοί από αυτούς στα Σέρβια και άλλες νότιες περιοχές, ενώ είναι χαρακτηριστικό, ότι κάποιες γυναίκες, φεύγοντας, άφησαν σε κρυφά
σημεία τα παιδιά τους και τα περιμάζεψαν οι επόμενοι κάτοικοι που έφευγαν και
αυτοί.
Η αγριότητα των
Οθωμανών ξέσπασε πάνω σε σαράντα
γέροντες, που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν
το χωριό τους το Ξινο Νερο και συγκεντρώθηκαν από τους Τούρκους σε έναν
στάβλο όπου τους έκαψαν ζωντανούς, ενώ τα οστά τους τάφηκαν αργότερα σε ομαδικό
τάφο. Άλλοι 20 περίπου διασώθηκαν, όταν ο Τουρκαλβανός κλειδούχος Οσμάν, του
σιδηροδρομικού σταθμού Ξινού-Νερού, τους έκρυψε στο υπόγειο της αποθήκης του
σταθμού και παραπλάνησε τους Τούρκους, ώστε να μην τους ανακαλύψουν. Απο την
οργή των Τούρκων δεν γλίτωσαν ούτε τα ζώα ειδικά οι χοίροι, τα
οποία κατέσφαξαν. Το δε σχολείο του χωριού, που πριν 3 χρόνια είχε λειτουργήσει,
πυρπολείται, όπως και οι εκκλησίες του. Ο ακαδημαϊκός Σπύρος
Μελάς, ο οποίος υπηρετούσε στην 4η Μεραρχία, στο βιβλίο του ¨οι πόλεμοι
1912-1913¨, αναφερόμενος στην απελευθέρωση του Σόροβιτς γράφει: «Αφήνοντας το
Καϊλαρτσι βαδίσαμε προς το Σόροβιτς. Όμως δεν βρήκαμε παρά σωρούς από ρημάδια.
Από την πλούσια εκείνη κωμόπολη ελάχιστα σπίτια υψώνονταν ακέραια πάνω από τη
μαύρη στάχτη>>.
Στα Σέρβια, οι Ξινονερίτες,
οι Αμυνταιώτες και οι άλλοι πρόσφυγες
που κατέφυγαν εκεί, για να διασωθούν, βρήκαν την στήριξη και την συγκινητική βοήθεια των κατοίκων τους. Μέρος τους,
στεγάστηκε προσωρινά στο ιστορικό μεγάλο κτήριο, που διασώζετε μέχρι σήμερα
μετά την γέφυρα του Αλιάκμονα, στην είσοδο της πόλης των Σερβίων. Είναι ίσως ο
κατάλληλος χρόνος να αναδείξουμε οι δύο δήμοι Σερβίων και Αμυνταίου την κοινή
μας ιστορία και να γίνει κάποια εκδήλωση μνήμης στον χώρο του συγκεκριμένου
κτιρίου, όπου βρήκαν προστασία πολλοί κάτοικοι της περιοχής μας, διότι είμαστε
εν τοις πράγμασι δήμοι αδελφοί.
Ο στρατός όμως στο μεταξύ με εντολή αυστηρή
του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου ανασυντάχθηκε, δημιουργείται τμήμα Στρατιάς, το
οποίο αποτελείται από την 5η Μεραρχία και αποσπάσματα Ευζώνων υπο την ηγεσία
του Συνταγματάρχη Μηχανικού Στέφανου Γεννάδη και με τηλεγράφημα του διαδόχου
στις 4 Νοεμβρίου 1912 ήταν σαφής η εντολή προς αυτόν, μετά από επιτυχή
συμμετοχή της σε μάχες γύρω από τα χωριά Κόμανος και Μαυροπηγή, «Συγχαίρω 5η
Μεραρχία δια την επιτυχή μάχη και το θάρρος το οποίο επέδειξε. Χαίρω, ότι
ήρχισεν η απόπλυσις της κηλίδος και προσδοκώ τελείαν ταύτην».
Έτσι, φτάνουμε στην ιστορική ημέρα, την
Τρίτη 6 Νοεμβρίου 1912 και στην οριστική απελευθέρωση της περιοχής Αμυνταίου.
Στις 11 το πρωί, η 5η Μεραρχία, υπο την νέα διοίκηση της, προελαύνει μέσω της οδού
Πτολεμαίδας- Βεύης. Η 4η Μεραρχία, με διοικητή τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο, κινούνταν ήδη, περίπου από τις 7
το πρωί, από το χωριό Μανιάκι, μέσω της οδού, που το συνέδεε με την Βεγόρα, προχωρώντας κοντά στην όχθη
της λίμνης. Το ιππικό της προπορευόταν της εμπροσθοφυλακής και μετά από σκληρή
μάχη κατέλαβε την γέφυρα της Βεγόρας. Στη 1 το μεσημέρι, η 4η μεραρχία μπαίνει
στο Αμύνταιο και προωθεί τμήματα της προς την στενωπό Κλειδιού. Χαρμόσυνα ήχησαν οι καμπάνες της λευτεριάς! Η
5η μεραρχία, αφού προέλασε, έφτασε στις 3 το μεσημέρι η κεφαλή της κύριας
φάλαγγας της, στην διακλάδωση της οδού προς το Αμύνταιο, όπου δέχτηκε αραιά
πυρά πυροβολικού. Η απόπλυσης της κηλίδος είχε συντελεστεί.
Σήμερα πια ελεύθεροι
αντιμετωπίζουμε νέου τύπου προκλήσεις και δυσκολίες. Η πατρίδα μας
ταλαιπωρείται εδώ και χρόνια από μια δεινή οικονομική κρίση και μεγάλος βαθμός
της οικονομικής ανεξαρτησίας της έχει δυστυχώς απολεσθεί. Η κρίση αυτή δεν
προκλήθηκε τυχαία , ούτε ήταν συνέπεια κάποιου έκτακτου ατυχήματος. Ξεκίνησε
δεκαετίες πριν ως κρίση θεσμών και αξιών και κορυφώθηκε ως οικονομική κρίση
στις μέρες μας. Φάνηκαν οι ταγοί μας αντάξιοι της θυσίας των πεσόντων στις
μάχες του ελληνισμού, που τιμούμαι; ΟΧΙ. Δημαγωγία, απατηλές υποσχέσεις, αναξιοκρατία,
ανευθυνότητα και σπατάλη πόρων κυριάρχησαν στην πατρίδα μας και κυριαρχούν. Και
μέσα σε αυτό το δεινό πλαίσιο που βιώνουμε παρατηρούμε συγκρούσεις θεσμών και
υπονόμευση τους ασυγχώρητη και εγκληματική. Πριονίζουμε με απρονοησία τα κλαδιά
του δέντρου, πάνω στο οποίο καθόμαστε και δηλητηριάζουμε αφρόνως τις ρίζες του,
για να ικανοποιήσουμε τις ιδεοληψίες μας. Και ενώ οι στιγμές, που βιώνουμε,
είναι κρίσιμες, η απαραίτητη εθνική ενότητα παραμένει θεωρητική έννοια και
βιώνουμε μία κατάσταση, που υπονομεύει τα θεμέλια της δημοκρατίας μας.
Γύρω μας γείτονες
προκλητικοί, εκμεταλλευόμενοι την συγκυρία, θέτουν ζητήματα ανύπαρκτα μέσα στο
εθνικιστικό τους παραλήρημα, που μόνο την κακοπιστία τους αποδεικνύουν όπως
επίσης και το πόσο επικίνδυνοι είναι για την σταθερότητα και την ειρήνη της
ευρύτερης περιοχής. Αναπολούν την παλιά
Οθωμανική αυτοκρατορία και ξεχνούν ότι εμείς και εδώ σήμερα και αλλού τιμούμε
ποταμούς αίματος, για να απαλλαγούμε από αυτήν και τις βαρβαρότητες της στις
αρχές μόλις του προηγούμενου αιώνα.
Έχουν μάλιστα την
απαίτηση να εισέλθουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ενώ καθημερινώς καταπατούν τα
ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών τους και βιάζουν τις έννοιες της δημοκρατίας
της ελευθεροτυπίας και του κράτους δικαίου. Τα πρόσφατα γεγονότα στην Τουρκία αλλά
και το γκρέμισμα των κατοικιών των Ελλήνων κατοίκων της Χιμάρας στην Βορ. Ήπειρο
από το Αλβανικό κράτος, που αναβιώνει την αλήστου μνήμης εποχή του Ενβερ Χότζα,
στρεφόμενο κατά της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου και των οικιών του, το
οποίο έχει τρισχιλιετή παρουσία εκεί πολύ πριν από την κάθοδο και εμφάνιση των
Αλβανών στην Βορ. Ηπειρο μας
υπενθυμίζουν ότι πρέπει να είμαστε σε διαρκή επαγρύπνηση και να διδασκόμαστε
πάντα από την ιστορία πώς να αντιμετωπίζουμε τέτοιες συμπεριφορές. Αν χρειαστεί όμως, αντάξιοι των προγόνων μας
θα δώσουμε την απάντηση, που τους αξίζει. Αρκεί να σοβαρευτούμε και να
δουλέψουμε, για να βγάλουμε την χώρα από το τέλμα, στηριζόμενοι μόνο στην
αλήθεια, γιατί μόνο αυτή σώζει.
Έχοντας στο νού μας
πάντα και ειδικά σήμερα σε αυτήν την
μαρτυρική επέτειο εδώ στις δεύτερες
Θερμοπύλες της χώρας, όπου η τοπική ιστορία συνομιλεί μαζί μας, τα λόγια του
μεγάλου Γάλλου φιλοσόφου Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος τόνισε πως : <<«Πρώτη η Ελλάδα μας
δίδαξε ότι οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να είναι γενναίοι και ότι καμία ήττα
δεν προορίζεται να διαρκέσει για πάντα. Αυτό το μικρό έθνος αποδείχθηκε αντάξιο
της ιστορίας του».
Αιώνια πυξίδα μας οι
απαράμιλλης αισθητικής και αξίας στίχοι του μεγάλου μας νομπελίστα ποιητή
Οδυσσέα Ελύτη:<< Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Μες
στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα. Των
φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω. Μακρινή
Μητέρα, Ρόδο μου Αμάραντο.
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ! ΖΗΤΩ ΤΟ
ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΑΜΥΝΤΑΙΟ!
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΑΜΥΝΤΑΙΟ
Ε ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ 84¨ ΤΗΛ
ΓΡΑΦΕΙΟΥ 2386022228