Από την άρνηση της πανδημίας στο «όχι σε όλα» – Εξι καθηγητές μιλούν και γράφουν στην «Κ»
Εξι καθηγητές μιλούν και γράφουν στην «Κ» για τους αρνητές και τα αίτια που υπαγορεύουν τη συμπεριφορά τους
Εν αρχή ήταν οι αρνητές της πανδημίας. Ακολούθησαν οι αρνητές των μέτρων, της μάσκας, των τεστ, μετά ήρθαν οι αντιεμβολιαστές.
Τους τελευταίους μήνες ακούμε για τους αρνητές διασωλήνωσης, ενώ τώρα στο προσκήνιο έρχονται εκείνοι της απογραφής. Κι ενώ και σε άλλες χώρες υπάρχουν αρνητές της πανδημίας και αντιεμβολιαστές, γιατί στην Ελλάδα η άρνηση δεν περιορίζεται καν πια στο εμβόλιο, αλλά έχει εξαπλωθεί ακόμη και στην απογραφή, αγγίζοντας, ή για κάποιους ξεπερνώντας, τα όρια του παραλόγου;
Το μείζον θέμα πίσω από τις αρνήσεις των διαφορετικών ομάδων είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης όχι απλώς στην κυβέρνηση ή σε κάθε κυβέρνηση, αλλά στην πολιτεία, λένε οι ειδικοί.
«Για κάθε άνθρωπο ο οποίος βασανίζεται τον τελευταίο ενάμιση χρόνο και τηρεί τα μέτρα ελπίζοντας κάπως να τελειώσει αυτό το πράγμα, το θέαμα ανθρώπων που αρνούνται την πραγματικότητα είναι εξωφρενικό, εξοργιστικό και αδικαιολόγητο», λέει στην «Κ» ο Γιώργος Πολίτης, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Ωστόσο, υπάρχει εξήγηση», τονίζει. Οσον αφορά την άρνηση πανδημίας και εμβολίων, οι λόγοι, πιστεύει, είναι τρεις: άγνοια, παραλυτικός φόβος και «δόλος ή βαρύς εγωισμός», με επιχειρήματα όπως «είμαι υγιής και δεν θα πάθω τίποτα» ή «κάντε εσείς τα εμβόλια και θα δημιουργηθεί ανοσία». «Οι άνθρωποι που αρνούνται να εμβολιαστούν, δεν είναι ένα πράγμα», συμπληρώνει ο Βασίλης Παυλόπουλος, καθηγητής Διαπολιτισμικής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ, αλλά διαφορετικές ομάδες με διαφορετικά κίνητρα. Καταλήγουν όμως στο ίδιο αποτέλεσμα, και συμπαρασύρουν ο ένας τον άλλον «στον ενθουσιασμό ότι έχω αρχίσει την επανάστασή μου – αφού αρνούμαι το εμβόλιο, ας αρνηθώ και κάτι άλλο». Είναι ένα φαινόμενο που στην κοινωνική ψυχολογία αποκαλείται «ψυχολογική αναδραστικότητα», λέει – «η τάση που έχει κανείς να αντιδρά απέναντι σε μια υπόδειξη που δέχεται, επειδή έχει την αίσθηση ότι περιορίζεται η ελευθερία του».
Τόσο ο ίδιος όσο και ο κ. Πολίτης δηλώνουν πως το μείζον θέμα πίσω από τις αρνήσεις των διαφορετικών ομάδων είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης όχι απλώς στην κυβέρνηση ή σε κάθε κυβέρνηση, αλλά στην πολιτεία. «Πολλοί πολίτες δεν έχουν εμπιστοσύνη στο κράτος», υπογραμμίζει ο κ. Πολίτης, «αυτή η εναντίωση έχει φουντώσει με την πανδημία». «Σε θεσμικό επίπεδο, το παιχνίδι το χάσαμε καιρό πριν», λέει ο κ. Παυλόπουλος, τονίζοντας πως η πανδημία χτύπησε όταν η Ελλάδα έβγαινε από μία δεκαετία επίπονης οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής κρίσης, από ένα σοκ στην εμπιστοσύνη λειτουργίας των θεσμών. «Ημαστε ευάλωτοι σε αντισυστημικές ρητορικές γενικά», συμπληρώνει.
Η Αννα Λάζου, επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο ΕΚΠΑ, λέει πως μπορεί ίσως να συνδέσει την τωρινή κατάσταση με τους «Αγανακτισμένους» του 2011 –«ήταν ένα ξέσπασμα παρά μια συγκροτημένη πολιτική τοποθέτηση που μπορούσε να οδηγήσει κάπου–, αυτή η ακραία και σήμερα αντίδραση στον χώρο της υγείας είναι ένα συναισθηματικό ξέσπασμα εξώλογο». Μπορεί η οργή να ξεσπάει με αφορμή τη δημόσια υγεία, αλλά οι αιτίες είναι άλλες και πρέπει να εμβαθύνουμε σε αυτές για να τις ανατρέψουμε, δηλώνει. Οι διαχρονικές ευθύνες της πολιτείας μοιάζουν καίριες. «Πιστεύω ότι έχει μια πολιτική, οικονομική και ψυχολογική βάση αυτή η αντίδραση», σημειώνει η κ. Λάζου. Ο παραλογισμός, τονίζει, οφείλεται στην ιδιώτευση, «στην ηθική και πολιτική παρερμηνεία της ελευθερίας», πως δηλαδή ο καθένας μπορεί να είναι μόνος του, «χωρίς να οργανώνεται μέσα σε συλλογικά πλαίσια και να αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει η ατομική ευθύνη μέσα στην ομάδα, μέσα στη συλλογικότητα και όχι μόνο για τον εαυτό του». «Αυτή είναι μια παρερμηνεία της ατομικής ελευθερίας», επισημαίνει, «και οφείλεται σε ένα βασικό έλλειμμα εκπαίδευσης και συγκρότησης της κοινωνίας μας».
ΑΠΟΨΕΙΣ
Το «λάθος» και η «άρνηση»
Του Ρόντρικ Μπίτον*
«Αρνηση» είναι ο τίτλος του πολυαγαπημένου ποιήματος του νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη, το οποίο μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και έγινε γνωστό από τον πρώτο του στίχο, «Στο περιγιάλι το κρυφό». Τελειώνει με το αινιγματικό δίστιχο, «…πήραμε τη ζωή μας / Λάθος· και αλλάξαμε ζωή». Τόσο εύκολα αλλάζουμε ολόκληρη τη ζωή μας; Ή αντίθετα, μήπως ο ποιητής βρίσκεται με το μέρος όσων καταλαβαίνουν, έστω και αργά, το «λάθος» τους και μετανιώνουν – πριν γίνει αργά;
Ξανασκέφτηκα τους στίχους αυτούς σε σχέση με το θέμα της άλλης, πραγματικής αυτή τη φορά, άρνησης, του εμβολίου κατά του κορωνοϊού. Δεν αποκλείεται αυτό το πολυσήμαντο τραγούδι (και «ανεπίσημος δεύτερος εθνικός ύμνος») να καταλήξει για τις μέρες μας καινούργιο σύνθημα για όσους πραγματικά, και για οποιονδήποτε λόγο, «πήραν τη ζωή τους λάθος»;
Πάντως ο νομπελίστας γνώριζε πολύ καλά την ψυχοσύνθεση των συμπατριωτών του. Κάποτε σημείωνε ότι οι σημερινοί Ελληνες ανήκουν στη γενιά του Σωκράτη, αλλά και του Ανύτου, του Μελήτου και του Λύκωνα – εκείνων δηλαδή που κατηγόρησαν τον φιλόσοφο για ασέβεια, με αποτέλεσμα την εκτέλεσή του στα 399 π.Χ. Αλλου είδους άρνηση – ο δικαστικός φόνος του εφευρέτη και του λαμπρότερου εκπροσώπου της ανθρωπιστικής ηθικής που έζησε ποτέ.
Η μακροχρόνια ιστορία του ελληνισμού μάς προσφέρει και άλλα παραδείγματα. Τον 14ο και 15ο αιώνα, σε εποχή που η μόνη περίπτωση για να σωθεί η Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους και να επιβιώσει το κράτος του Βυζαντίου ήταν η συμβιβαστική «ένωση» της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Καθολική, τόσο πολλοί υπήρξαν οι αρνητές και τόσο έντονη η αντίστασή τους, ότι ούτε κατάφερε να στεφθεί επισήμως στην Αγία Σοφία ο τελευταίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Και αφού από την ορθόδοξη πλευρά απορρίφθηκε η συμφωνία που την ύστατη στιγμή είχαν κλείσει οι αντιπρόσωποι των δύο Εκκλησιών στη Φλωρεντία το 1439, η Πόλη ήταν πλέον καταδικασμένη στην άλωση του 1453.
Αναρωτιέμαι πόσοι να είναι, σήμερα, οι «αρνητές» που θα προτιμούσαν το «τουρκικό σαρίκι» αντί της «παπικής τιάρας» – ιδιαίτερα σε μια εποχή που η συμμετοχή στην Ε.Ε. δεν απαιτεί ούτε άζυμα ούτε «filioque» (υποταγή, δηλαδή, σε ξένο δόγμα).
Οχι, βέβαια, πως το φαινόμενο της άρνησης στιγματίζει ιδιαίτερα τους Ελληνες, βρίσκεται παντού. Μόνο και μόνο επειδή ο ελληνισμός χαρίζεται με την πλουσιότερη ιστορία του κόσμου, προσφέρει και τόσο συναρπαστικά, μπορεί και επωφελή, παραδείγματα από το παρελθόν. Κάλλιο να «πάρουμε τη ζωή μας λάθος» –και να την «αλλάξουμε»– παρά να τη χάσουμε άδικα.
* Ο κ. Ρόντρικ Μπίτον είναι επίτιμος καθηγητής στην Εδρα Κοραή Σύγχρονης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας του King’s College του Λονδίνου.
Ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης
Του Γεράσιμου Προδρομίτη
Η άρνηση εμβολιασμού έρχεται να προστεθεί σε μια προϊούσα δυσθυμία ή ανυπακοή στην τήρηση οδηγιών περί μέτρων προστασίας και πρόληψης ενάντια στην πανδημία (μάσκες, διενέργεια ελέγχων) από μειοψηφικό πλην υπολογίσιμο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού. Μακριά από εύκολες πλην καταστροφικές στερεοτυποποιήσεις και συνακόλουθους στιγματισμούς, η μακρόχρονη κοινωνιοψυχολογική έρευνα πάνω στους μηχανισμούς ατομικής αυτοδιαχείρισης και στις διαδικασίες πειθούς και επιρροής διατυπώνει σαφείς θέσεις.
Η εκτυφλωτικά απλή «θεωρία ψυχολογικής αναδραστικότητας» του J. Brehm, επί παραδείγματι, προβλέπει πως όταν, μέσω απειλών και απαγορεύσεων, αποσύρεται μια επιθυμητή συμπεριφορά από το πεδίο επιλογών του ατόμου, η άρνηση του τελευταίου προκύπτει αναπόδραστα, συνοδευόμενη μάλιστα από επίταση της επιθυμίας του γι’ αυτήν.
Επίσης, κλασικές έρευνες πάνω στην αποτελεσματικότητα των μηνυμάτων φόβου πιστοποιούν πως η εξασφάλιση της πειθούς δεν αποτελεί ευθέως ανάλογη συνέπεια της έντασης του φοβικού μηνύματος. Προκειμένου αυτό να είναι αποτελεσματικό, θα πρέπει να είναι μέτριας έντασης και η λύση που προτείνει να είναι σαφής, ξεκάθαρη και εγγυημένη. Σε διαφορετική περίπτωση, το φαινόμενο μπούμερανγκ προκύπτει έντονα και δραματουργικά.
Παράλληλα, με αποδεδειγμένη τη σημασία της συνεκτικότητας της πηγής (εν προκειμένω του κράτους) ως λυδίας λίθου κάθε απόπειρας άσκησης επιρροής, η αποτυχία προκύπτει ως φυσικό επακόλουθο όταν επικρατεί σύγχυση, πολυγλωσσία και αντιφάσεις, και όταν διαχρονικά καταγράφονται παλινωδίες, υπαναχωρήσεις και κραυγαλέα κενά μεταξύ λόγου και πράξης. Η συγχρονική και διαχρονική έλλειψη συνοχής, σε συνδυασμό με την απουσία απλού, εύληπτου, σαφούς μηνύματος, με ξεκάθαρη διατύπωση της εγγύησης αποτελεσματικότητας της προτεινόμενης πρακτικής, τραυματίζει την αξιοπιστία της πηγής και πλήττει καίρια τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους – πολίτη.
Ως εκ τούτου, η πόλωση στον λόγο και στη συμπεριφορά άρνησης εκδηλώνεται ως σύμπτωμα μιας αμυντικο-επιθετικής επεξεργασίας και διαχείρισης ταυτότητας ενός «εξοργισμένου θύματος». Επειδή όλα αυτά δεν συμβαίνουν σε ιδεολογικό (με την ευρεία έννοια) και κοσμοθεωρητικό κενό, προϋπάρχουσες συνωμοσιολογικές αντιλήψεις, στον βαθμό που υφίστανται, όχι μόνο εντείνονται, αλλά βρίσκουν πεδίο αποδεικτικής νομιμοποίησης για τους θιασώτες τους, αναπαράγοντας την καχυποψία και την εχθρότητα.
Η έτσι κι αλλιώς εύθραυστη, αν όχι ήδη βαθιά τραυματισμένη, σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ αρχόντων και αρχομένων αναδεικνύεται σε προνομιακό πεδίο ενίσχυσης του λαϊκισμού και μιας αντισυστημικότητας, που εκδηλώνεται μεταξύ άλλων και ως άρνηση διασωλήνωσης, εκδήλωση επιθετικότητας προς μάχιμους ιατρικούς λειτουργούς αλλά και… άρνηση απογραφής!
Η επικοινωνιακή κατάχρηση του σχήματος της «ατομικής ευθύνης», η απειλή, η τιμωρία, ο στιγματισμός και η ενοχοποίηση καθιστούν αυτοεκπληρούμενη προφητεία τον ανορθολογισμό και την ακρότητα. Ηγεσία και κοινωνία υποχρεούνται να επαναδιαπραγματευτούν τη μεταξύ τους σχέση, με ζητούμενα τη νομιμοποίηση, την αμοιβαιότητα και την εμπιστοσύνη και άξονες τη συμπεριληπτικότητα, την ειλικρίνεια και την αποτελεσματικότητα.
* Ο κ. Γεράσιμος Προδρομίτης είναι καθηγητής, διευθυντής Εργαστηρίου Πειραματικής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Ψυχολογίας.
Εναντιωματισμός και αρνητισμός
Της Βασιλικής Γεωργιάδου
Από τότε που συμπιέστηκε η κοινωνική και πολιτική εμπιστοσύνη, ο εναντιωματισμός βρίσκεται σε ανοδική τροχιά. Ως εναντιωματισμό κατανοούμε την πρόταξη μιας θέσης έντονης άρνησης απέναντι σε κάτι που όμως δεν συνοδεύεται από τεκμηριωμένη αιτιολόγηση όσον αφορά τους λόγους μιας τέτοιας τοποθέτησης. Ο εναντιωματισμός στηρίζεται σε στερεότυπα και προκαταλήψεις και σε μια αντίληψη εσωτερικής αναποτελεσματικότητας: υπάρχει η αίσθηση ότι υπάρχει ένας πανίσχυρος Αλλος και αυτό προκαλεί φόβο και διεγείρει την αίσθηση εγγενούς αδυναμίας απέναντι στις εξελίξεις. Εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, τέτοιου είδους εναντιωματικά μοτίβα διακρίνονται σε ένα κομμάτι της κοινωνίας που ανήκει στους «χαμένους» των εξελίξεων. Δεν αναφερόμαστε απαραίτητα σε όσους με όρους ταξικούς/κοινωνικούς μένουν πίσω, αλλά έχουμε κατά νου προπάντων εκείνους που μένουν πίσω πολιτισμικά και αξιακά, που όλο αυτό που συμβαίνει στο εθνικό κράτος, στην Ευρώπη και στον κόσμο, δημιουργώντας νέες τάσεις διάχυσης προτύπων ή και σύγκλισης, προκαλεί «πολιτισμικές αντιδράσεις» και διαθέσεις επιστροφής σε κλειστά εθνικοκρατικά πρότυπα.
Οι αρνητές της πανδημίας αποτελούν συνέχεια των αρνητών της παγκοσμιοποίησης και όσων θέλουν να μπει φρένο στη μετανάστευση, εκείνων που πιστεύουν στην από τα πάνω κατασκευή της κρίσης χρέους και, στην ελληνική εκδοχή τους, θεωρούν τα μνημόνια αποτέλεσμα μιας κατασκευής των εγχώριων και διεθνών συμπαραστατών του νεοφιλελευθερισμού. Πριν ξεσπάσει η αντιεμβολιαστική κινητοποίηση σε σχέση με την COVID-19, υπήρχε ήδη ένα συνωμοσιολογικό φάσμα αρνητών των παιδικών εμβολίων, που αμφισβητούσαν την αποτελεσματικότητά τους προβάλλοντας ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα πασπαλισμένα με απόψεις των «ινστρουχτόρων της Νέας Εποχής», οι οποίοι καταγγέλλουν τον ορθολογισμό, την επιστήμη, την εξειδίκευση στο όνομα της καταστροφολογίας, του ολισμού, του αποκρυφισμού.
Πολλοί αναρωτιούνται αν το «milieu» αυτό έχει συγκεκριμένη ιδεολογική χροιά, αν δηλαδή είναι ακροδεξιό ή ακροαριστερό, παραδοσιακά θρησκόληπτο ή πολυθεϊστικό/ειδωλολατρικό, προλεταριακό ή μικροαστικό. Ο εναντιωματισμός είναι περισσότερο ένα ρευστό φάσμα, ψηφίδες του οποίου μπορούν να είναι όλα τα προαναφερθέντα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συγκροτούν ένα συμπαγές πλέγμα. Από την άλλη, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το φάσμα αυτό δεν διαθέτει κάποια στοιχειώδη εσωτερική δομή, ούτε ότι κάποια μέρη του δεν είναι πιο οργανωμένα από κάποια άλλα. Ενα φάσμα, όπως αυτό που απορροφά αρνητές και εναντιωματικούς, μπορεί να διαθέτει φάσεις κατευνασμού και υποχώρησης, αλλά και περιόδους κινητοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης.
Υπό προϋποθέσεις, το φάσμα του εναντιωματισμού είναι χειραγωγήσιμο και κινητοποιήσιμο με μια λογική που έχει φορά από πάνω προς τα κάτω, αλλά φαίνεται ότι δεν είναι αποδομήσιμο με τον ίδιο τρόπο. Εστιάζοντας στην πανδημία και στους αρνητές της, πρέπει να χαρτογραφηθεί ακριβέστερα το εσωτερικό του φάσματος. Το φάσμα τείνει να παγιωθεί και οι κεντρικά κατευθυνόμενες κοινές πρακτικές προς όλες τις περιοχές του δεν θα πάνε πολύ μακριά όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους. Η επικοινωνία με τους αντιεμβολιαστές έχει ενδιάμεσα επίπεδα και γι’ αυτό πρέπει να κινητοποιηθούν και επιμέρους διαμεσολαβητές που έχουν μεγαλύτερη εγγύτητα με τους αρνητές όσον αφορά την ανάγκη μεταφοράς του μηνύματος υπέρ του εμβολιασμού και της τήρησης των μέτρων για την πανδημία.
* Η κ. Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ